Μαντάλωσα γερά πόρτες και παράθυρα
έμεινα μόνη στο σκοτάδι.
Νόμιζα πως έμειναν οι γρίλιες
των ονείρων ανοιχτές…
Μα χάθηκαν
κι εσύ και το φεγγάρι.
Η μοναξιά σκόρπισε το άρωμά της
σε κάθε απόκρυφη γωνιά.
Αύριο πρωί…πρωί…
θ’ ανοίξω πόρτες και παράθυρα
να μπει το φως του ήλιου
να ζεστάνει την παγωμένη μου ψυχή.
Κι όταν πέσει το σκοτάδι
μαζί με το φως του φεγγαριού
έλα πάλι στα όνειρά μου
για να σου πω γλυκά στ’ αυτί
πόσο πολύ μου λείπεις.
έμεινα μόνη στο σκοτάδι.
Νόμιζα πως έμειναν οι γρίλιες
των ονείρων ανοιχτές…
Μα χάθηκαν
κι εσύ και το φεγγάρι.
Η μοναξιά σκόρπισε το άρωμά της
σε κάθε απόκρυφη γωνιά.
Αύριο πρωί…πρωί…
θ’ ανοίξω πόρτες και παράθυρα
να μπει το φως του ήλιου
να ζεστάνει την παγωμένη μου ψυχή.
Κι όταν πέσει το σκοτάδι
μαζί με το φως του φεγγαριού
έλα πάλι στα όνειρά μου
για να σου πω γλυκά στ’ αυτί
πόσο πολύ μου λείπεις.